- δημογραφικός
- -ή, -όI. 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη δημογραφία(«δημογραφικές μελέτες»)2. φρ. «δημογραφικό πρόβλημα» — αντιμετώπιση τών αναγκών που προκύπτουν από δυσανάλογη αύξηση ή μείωση τού πληθυσμούII. επίρρ. δημογραφικά και δημογραφικός1. σε σχέση με τη δημογραφία, από δημογραφική άποψη2. κατά τα πορίσματα τής δημογραφίας.
Dictionary of Greek. 2013.